προβλήτις

προβλήτις
-ήτιδος, ἡ, Α
βλ. προβλήτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προβλήτιδα — προβλῆτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλήτιδες — προβλῆτις fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλήτα — η / προβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. προβλῆτις Α νεοελλ. 1. κάθε φυσική ή τεχνητή προεκβολή τής ξηράς η οποία εισχωρεί σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό και χρησιμεύει κυρίως για τη διευκόλυνση πλευρίσματος τών πλοίων, μόλος 2. φρ. «πλωτή προβλήτα»… …   Dictionary of Greek

  • προβλῆτι — προβλής thrown forward masc/fem dat sg προβλῆτις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”